- θυρσοφόρος
- θυρσοφόροςthyrsus-bearingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυρσοφόρος — θυρσοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
θυρσοφόρον — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem acc sg θυρσοφόρος thyrsus bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσοφόροι — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσοφόροιο — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσοφόρου — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσοφόρους — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσοφόρων — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσοφόρῳ — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρσαχθής — θυρσαχθής, ές (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + αχθής (< άχθος), πρβλ. επ αχθής, πολυ αχθής] … Dictionary of Greek
θυρσομανής — θυρσομανής, ές (Α) (ως επίθ. τού Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ναρκο μανής] … Dictionary of Greek